αἴτημα

αἴτημα
αἴτημα, τος, τό request (so Pla. et al.; POxy 1273, 28 [III A.D.]; LXX; PsSol 6:6; Philo, Spec. Leg. 1, 43; Jos., Ant. 8, 24; CPJ 153, 52 [41 A.D.]) Hm 9:4. τὰ αἰ. γνωριζέσθω πρὸς τὸν θεόν let your requests be made known to God Phil 4:6. αἰτεῖσθαι τὸ αἴ. (Judg 8:24 B; 1 Km 1:27) make a request Hm 9:7, 8. ἐπέκρινεν τὸ αἴτημα γενέσθαι Pilate decided that their demand should be granted Lk 23:24; ἔχειν τὰ αἰ. obtain the requests 1J 5:15; λαμβάνεσθαι τὰ αἰ. receive what one requests Hs 4:6; cp. m 9:5, 7. τὸ αἴ. τῆς ψυχῆς σου πληροφορήσει (the Lord) will fulfill the petition of your soul Hm 9:2 (πληροφορεῖν=πληροῦν, Ps 19:5).—DELG s.v. αἰτέω. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αἴτημα — request neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… …   Dictionary of Greek

  • αίτημα — το, ατος 1. ό,τι ζητά κανείς προφορικά ή γραπτά: Η σύγκλητος του πανεπιστημίου μελετά τα αιτήματα των φοιτητών. 2. (στη φιλοσοφία και στα μαθηματικά), πρόταση που η αλήθεια της δεν αποδεικνύεται θεωρητικά, δε διαψεύδεται όμως και από τα πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἴτημ' — αἴτημα , αἴτημα request neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτημάτων — αἴτημα request neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτήμασι — αἴτημα request neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτήμασιν — αἴτημα request neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτήματα — αἴτημα request neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτήματι — αἴτημα request neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτήματος — αἴτημα request neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”